Posts

Showing posts from February, 2012

Ο γιος της Λήθης

Ο λήθαργος είναι μια λέξη. Είναι ένα νόημα που βάζει την αδράνεια και την νάρκη στην ίδια πρόταση. Αδράνεια του νου να πράξει, να ψάξει, να εφεύρει, να αγαπήσει, να αντιδράσει, να επουλωθεί και μαζί είναι βαθύς ύπνος, ο ύπνος του δικαίου ή του αδαή, όπως και να έχει ύπνος δίχως όνειρα ή αντάρες. Ο λήθαργος δεν έχει και δεν προξενεί ανησυχίες ή φουρτουνιάσματα.  Είναι μια κατάσταση περιπλάνησης χωρίς σκοπό και αποτέλεσμα. Βλέπεις το δέντρο και χάνεις το δάσος. Ο λήθαργος τρέφεται με άγνοια και απάθεια, λατρεύει τα σπορ του καναπέ και οι ερωμένες του είναι η ακινησία και η άργητα . Ο λήθαργος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου μετά τον σκύλο, τόσο πιστός που σε δαγκώνει όταν κοιμάσαι.  Έχουμε βέβαια και την νάρκη. Την νάρκη που ελλοχεύει σαν την Μήδεια, που περιμένει καρτερικά να πεθάνεις με κάποιον εφιάλτη της, που θα σου δείξει το μονοπάτι της κακίας και θα το ακολουθήσεις γιατί με ευκολία ο άνθρωπος εποίησε την εξουσία και η νάρκη ξέρει πώς να σε εξουσιάζει γλυκά, με το γάντι του μ

Ανάστημα ψυχής

Να λες πριν ξαπλώσεις: «Θεέ μου θέλω να γίνω καλύτερος», «θέλω να αγαπώ», «δε θέλω να ανησυχώ, δε θέλω να πανικοβάλλομαι μπρος στην αγάπη, δε θέλω να γίνω ένας άγνωστος στον εαυτό μου». «Σε παρακαλώ κάνε με να βλέπω τις δυνατότητές μου, να εκτιμώ τα προτερήματα μου και να αξιοποιώ τις αρετές μου.  Γίνε το φαναράκι μου στα σκοτάδια που με κάνουν να ιδρώνω από αγωνία, διώξε τους κακούς ανθρώπους που με πληγώνουν απλά για να δείχνουν ανώτεροι από εμένα, και στους πονεμένους δώσε ελπίδα και χαμόγελο. Να ξυπνήσουμε μια μέρα και τα χρώματα που μας έχεις στολίσει να πάρουν ζωή, να την φυσήσουν μέσα στα ρημαγμένα μας μούτρα και να μας κάνουν διαφορετικούς, να αγκαλιαζόμαστε και να χαιρετιόμαστε λες και ανήκουμε στην ίδια οικογένεια. Να έχουμε ειρήνη, και τα χέρια μας να συναδελφώνονται χωρίς φθόνο και πάθος. Και εγώ θα έχω περισσότερο υπομονή, θα συμπονώ, θα αγαπάω δίχως κόστος, να βοηθήσω στο έργο σου, να σηκώσουμε μαζί την μπάρα της δυστυχίας και να την πετάξουμε μακριά από τα μελανιασμένα

ΑΜΝΗΣΤΙΑ

Έβρεχε όπως πάντα κάνει ο καιρός σαν πληγωμένη γυναίκα που βρήκε να ξεσπάσει μέσα σε μια ντουλάπα, στη σιωπή. Αντιλαλούσαν οι ουρανοί, ηχούσαν οι σάλπιγγες των αγγέλων, σκέπαζαν τις γυναίκες που έκλαιγαν, τα παιδιά που πονούσαν, τους άντρες που σκέπαζαν την περηφάνια τους με ξεφτισμένες κουβέρτες και στεκόντουσαν τάχα δυνατοί μέσα σε τρύπιες κάλτσες. Ο μηχανισμός της ομπρέλας της χάλασε και δεν άνοιγε, βρεχόταν για ένα δεκάλεπτο προσπαθώντας να καταλάβει πόσο περίπλοκα γίνονται τα πράγματα όταν τα παπούτσια σου είναι βάρκες σε έναν φουσκωμένο ποταμό. Περιττή η προσπάθεια. Ήρθε ένας άστεγος που σχεδόν αόρατα είχε γίνει ένα με το σκοτάδι σε μια στοά σκονισμένη. Την παρατηρούσε ώρα που πάλευε με να μείνει στεγνή, ώσπου σήκωσε το βάρος του και της πέταξε την ομπρέλα στα σκουπίδια λέγοντας «Πάει χάλασε, πάρε μια άλλη.» και πήγε πίσω στο «μπαλκόνι» του. Χωρίς παράπονο, χωρίς οργή. Ο πάτος ενός μπουκαλιού όταν τον χτυπάς στο τραπέζι κάνει περίεργο, υπόκωφο θόρυβο. Όχι αυτός ο πάτος. Ένιωσε έ

Κατηφορίζουσα...

Η κατηφόρα μας πλάκωσε όλους. Σαν πούλια σε μια παρτίδα τάβλι, εγκλωβιστήκαμε κάτω από τα χνώτα του εχθρού. Μωροί υψώσαμε την κουδουνίστρα μας για σκήπτρο και γελάγαμε με τα γλέντια των κάλπικων ανθρώπων που έβαζαν δηλητήριο στο κρασί και μας κερνάγανε. Λοιπόν, τι με κοιτάτε; Η φυσιογνωμία μου δεν μένει αλώβητη από το κρύο και τα χρόνια. Το χαμόγελό μου πού και πού στραβώνει, γίνεται λοξό στις λοξές ματιές, στα λοξά λόγια, σε εκείνους που με περνάνε για λοξό και απομακρύνονται τάχα διακριτικά. Λοιπόν να ‘μαι! Κλείνω τα παντζούρια σιγά σιγά, ματαιώνω το φεγγάρι για μια νύχτα, κάθομαι στο κρεβάτι και με βλέφαρα ανοιχτά και σκέψη ως τον ορίζοντα αναμένω το χάραμα. Την μαγική εκείνη ώρα που σμίγει το φως με τον ουρανό και εξιλεώνεται η ψυχή στο περβάζι της ημέρας, μιας νέας μέρας που δεν έχει γεράσει, που δεν έχει βαρεθεί τις ώρες, που σε καλεί με τραγούδια, που σε παίρνει από το χέρι για έναν περίπατο, που αγαπάει σαν παρθένα και σε κοιτά σαν μάνα. Όταν έχω δίκιο αργεί να ξημερώσει.  Ο