ΑΜΝΗΣΤΙΑ


Έβρεχε όπως πάντα κάνει ο καιρός σαν πληγωμένη γυναίκα που βρήκε να ξεσπάσει μέσα σε μια ντουλάπα, στη σιωπή. Αντιλαλούσαν οι ουρανοί, ηχούσαν οι σάλπιγγες των αγγέλων, σκέπαζαν τις γυναίκες που έκλαιγαν, τα παιδιά που πονούσαν, τους άντρες που σκέπαζαν την περηφάνια τους με ξεφτισμένες κουβέρτες και στεκόντουσαν τάχα δυνατοί μέσα σε τρύπιες κάλτσες.
Ο μηχανισμός της ομπρέλας της χάλασε και δεν άνοιγε, βρεχόταν για ένα δεκάλεπτο προσπαθώντας να καταλάβει πόσο περίπλοκα γίνονται τα πράγματα όταν τα παπούτσια σου είναι βάρκες σε έναν φουσκωμένο ποταμό. Περιττή η προσπάθεια. Ήρθε ένας άστεγος που σχεδόν αόρατα είχε γίνει ένα με το σκοτάδι σε μια στοά σκονισμένη. Την παρατηρούσε ώρα που πάλευε με να μείνει στεγνή, ώσπου σήκωσε το βάρος του και της πέταξε την ομπρέλα στα σκουπίδια λέγοντας «Πάει χάλασε, πάρε μια άλλη.» και πήγε πίσω στο «μπαλκόνι» του. Χωρίς παράπονο, χωρίς οργή. Ο πάτος ενός μπουκαλιού όταν τον χτυπάς στο τραπέζι κάνει περίεργο, υπόκωφο θόρυβο. Όχι αυτός ο πάτος. Ένιωσε ένοχη, ένιωσε πως του χρωστούσε κάτι. Πως του ανήκαν τα ρούχα της, το άρωμά της, το αξιοπρεπές βλέμμα της. Βρεγμένη πια, θλιμμένη και θλιβερή έκανε έναν άθλο. Πήγε και έκατσε δίπλα του, αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Εκείνος έκανε πως δεν την έβλεπε, δεν κουνήθηκε σταλιά… ώσπου της έδωσε μια μποτίλια γεμάτη με αλκοόλ. «Μου την χάρισε ένας δικηγόρος που φεύγει για αλλού, μακριά από εδώ, μακριά. Εμείς το περισσότερο μακριά που μπορούμε να πάμε είναι μέχρι την άλλη πλατεία.» Αυτή δεν το πήρε αλλά έβγαλε το πορτοφόλι της και το έβαλε στο ρουχαλένιο μαξιλάρι του. Κράτησε για εκείνη μόνο ένα εισιτήριο επιστροφής. Εισιτήριο επιστροφής στην δική της πραγματικότητα, γιατί αυτό που έζησε για λίγο ήταν μια ζωή που έβλεπε κάθε μέρα με την άκρη του ματιού της και την απόρριπτε σαν πλάσμα της φαντασίας της. Αυτός την κοίταξε όχι για να την ευχαριστήσει, όχι για να τον λυπηθεί, απλά την κοίταξε. Κάτω από τις σκουριές του προσώπου του και τα ατημέλητα μαλλιά που έμοιαζαν με τα κουρέλια που είχε για κρεβάτι και σαλόνι και τραπεζαρία, έφεγγαν δύο γαλάζια μάτια, που σκοτείνιασαν μόλις πέρασε ένας ψηλός, καθώς πρέπει άντρας και φώναξε: «Σας πείραξε κυρία μου; είστε καλά; να φωνάξω την αστυνομία!»
«Όχι είμαι καλά. Γλίστρησα και ο κύριος εδώ με βοήθησε.»
«Ποιος κύριος; Τον ζητιάνο λέτε;»
«Τον άνθρωπο λέω!»
Όταν γύρισε να δει, ο «άνθρωπος» είχε χωθεί στα μπαλωμένα σκεπάσματά του, ένα με το πάτωμα, ένα με τον αέρα, και ο ήχος της βροχής έκρυβε την ανάσα του, μια νεκρή ανάσα για όλους τους άλλους.
Προχώρησε και συγχώρεσε τον εαυτό της γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο. Και συνέχισε να βρέχει λες και ο Θεός δεν νοιάζεται για όσους κλαίνε από μέσα τους, ή για όσους τους έχουν στερέψει τα δάκρυα. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά προς το τραίνο, έκανε άλλον έναν άθλο. Έκλαψε για όλους αυτούς που δεν είχαν δύναμη να εκφράσουν τη βροχή της καρδιάς τους.

Comments

  1. όπως πάντα εκφραστικότατη

    ReplyDelete
  2. Συγχαρητήρια! Κείμενο που αγγίζει την καρδιά...

    ReplyDelete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Μια βόλτα η ζωή μας

Αγγλία