Bou
Προσκυνούν οι τυφώνες μου τον Καιρό σαν τον μέγα φυσιοδίφη, που πελεκά τα όρνια που χουν στο μάτι αθώους ανθρώπους με μαλακή καρδιά. Ακούω τους χτύπους των όρνεων που λαχταρούν το αίμα και ακούω τον Καιρό που βρυχιέται και τα κρατά μακριά. Περίεργος τόπος τούτος, όλο ετοιμοθάνατους, που σέρνονται στα καλάμια ψάχνοντας το σκουφί τους. Πάγωσε η ανάσα και το αίμα κυκλοφορεί πιο δύσκολα. Ο Καιρός σαν ποιμένας καρτερεί να γιάνουν τα παιδιά του από τις αμαρτίες. Τους πλέκει ένα γκρι τούλι, τους λέει και δυο καλές κουβέντες και με το πλοίο του Βοριά τους στέλνει σε χώρες μακρινές. Μα ο τόπος ακόμα θυμίζει θανατικό σαν υπόσχεση έρωτα που ήταν να γίνει γάμος στο ξωκλήσι του Χάροντα. Αλλόκοτες σκιές ξεπηδούν από την ομίχλη του χαράματος, μέσα σε πατημασιές απεικονίζονται δάκρυα και πολλές φορές ακούς, όταν θες να ακούσεις, θηλυκές φωνές πουλιών να τραγουδούν καμώματα και να αγροικούν τα θύματά τους. Πόνεσα, πονώ και θα πονέσω σαν το σήμερα να ήταν χθες και έχω και τον Καιρό που με μα