ΚΥΜΑΤΩΣΕΙΣ


Τα πόδια τους μουσκεύονταν από τη θάλασσα καθώς κρέμονταν  από τον μόλο . Τα καλάμια τους στα πλαϊνά φλέρταραν με τα ψάρια, χωρίς να τα πιάνουν στις μοιραίες αγκάλες τους. Τα ψάθινα καπέλα τους στον ήλιο έμοιαζαν με πλεγμένα ξανθά γοργονίσια μαλλιά. Τα παντελόνια γυρισμένα ως το γόνατο με μικρές πιτσιλιές από το «σκάσιμο» του νερού. Τα μανίκια σηκωμένα , τα μάτια έξυπνα αλλά βαριά από την αντηλιά.

Ο ήλιος διεγερτικός για ύπνο, κάθετα βαλμένος , σαν να περιμένει να εκπυρσοκροτήσει… Φώτιζε τα κύματα δίνοντας τους μια αίσθηση ανταύγειας, λαμπύριζαν σαν να έκρυβαν στην αφή τους μικρά διαμάντια. Τα σύννεφα έκαναν πως συγκρατούσαν το φως και διαχειρίζονταν τις ηλιαχτίδες… αλλά που; Και πως; Ασυγκράτητος ο ήλιος.

Κάθονταν δίπλα δίπλα  κοιτάζοντας ολόγυρα με εξερευνητική ματιά, σαν ναύτες που ψάχνουν τον καιρό. Οι γλάροι τραγουδώντας φάλτσα, όπως συνηθίζουν, έκαναν χαμηλές πτήσεις μήπως καταφέρουν την τύχη να τους ευνοήσει με κανένα μεζέ. Σαν άσπρες χοντρές πινελιές  που δεν έχουν στεγνώσει ακόμα σε κάποιον πίνακα, πέταγαν εδώ και εκεί, χωρίς να νοιάζονται για τις περίεργες φιγούρες στη παραλία ή για τα αλλόκοτα πλάσματα στο μόλο.

Οι σκέψεις πλανιόντουσαν με βρεγμένες άκρες, κάνοντας που και που βουτιές στα δροσιστικά νερά. Τα βάρη δεν είχαν θέση σε μια τέτοια νωχελική κατάσταση… Ακόμα και τα ψάρια βαριόντουσαν να τσιμπήσουν το δόλωμα! Πόσο μάλλον να έχει κανείς σοβαρές έννοιες , μακρυά από την απορία που μπορεί άνετα να γεννηθεί σε μια αυτή την ατμόσφαιρα: «Τι τύπου εγκαύματα θα πάθω εδώ που κάθομαι χωρίς το κατάλληλο αντηλιακό;», «Παναγιά μου θα αρπάξω με τέτοια ζέστη, άνθρωπος φλαμπέ!» .

Αλλά μάλλον ταίριαζαν τα χαλαρά όνειρα για μια ονειρεμένη ζωή γεμάτη από κεφάτη θάλασσα και αλμύρα που σε γεμίζει από το άρωμά της.
Οι δυο τους κοιτάζονταν κάθε λίγο για να επιβεβαιώσουν ξανά και ξανά τη νωθρότητά τους, που τους εμπόδιζε να κάνουν μια αξιοπρεπή συζήτηση. Έτσι, συμβιβάζονταν με κοφτές κουβέντες και κουνήματα του κεφαλιού , συγκαταβατικά και σύντομα…

Το δέρμα τους γυάλιζε σαν να είχαν αλειφθεί με βούτυρο, και με τις μικρές σταλαγματιές στο μέτωπό τους έμοιαζαν σαν να περνάνε κρίση άγχους. Τα χέρια τους λερωμένα από τα δολώματα και βρεγμένα χύνονταν ανάμεσα στα πόδια τους που κουνούσαν τώρα πέρα δώθε…
Ο λαιμός τους στεγνός , τα ρούχα τους σαν δεύτερο πετσί και ενώ όλα έδειχναν μια ανεπιθύμητη ατμόσφαιρα , η ανθρώπινη ανεκτικότητα πλησίαζε μια απρόσμενη απόλαυση στη κακουχία. Ο ήλιος στο ζενίθ του, βούρκωνε τα μάτια και έβραζε τη θάλασσα, ακόμα και οι γλάροι είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες  και είχαν αράξει σε μια σκιά, παίζοντας μεταξύ τους , κάνοντας τους αρχοντοχωριάτες της παραλίας!

Comments

Popular posts from this blog

Μια βόλτα η ζωή μας

Αγγλία