Bou


Προσκυνούν οι τυφώνες μου τον Καιρό σαν τον μέγα φυσιοδίφη, που πελεκά τα όρνια που χουν στο μάτι αθώους ανθρώπους με μαλακή καρδιά. Ακούω τους χτύπους των όρνεων που λαχταρούν το αίμα και ακούω τον Καιρό που βρυχιέται και τα κρατά μακριά.

Περίεργος τόπος τούτος, όλο ετοιμοθάνατους, που σέρνονται στα καλάμια ψάχνοντας το σκουφί τους. Πάγωσε η ανάσα και το αίμα κυκλοφορεί πιο δύσκολα. Ο Καιρός σαν ποιμένας καρτερεί να γιάνουν τα παιδιά του από τις αμαρτίες.  Τους πλέκει ένα γκρι τούλι, τους λέει και δυο καλές κουβέντες και με το πλοίο του Βοριά τους στέλνει σε χώρες μακρινές. Μα ο τόπος ακόμα θυμίζει θανατικό σαν υπόσχεση έρωτα που ήταν να γίνει γάμος στο ξωκλήσι του Χάροντα. Αλλόκοτες σκιές ξεπηδούν από την ομίχλη του χαράματος, μέσα σε πατημασιές απεικονίζονται δάκρυα και πολλές φορές ακούς, όταν θες να ακούσεις, θηλυκές φωνές πουλιών να τραγουδούν καμώματα και να αγροικούν τα θύματά τους.

Πόνεσα, πονώ και θα πονέσω σαν το σήμερα να ήταν χθες και έχω και τον Καιρό που με μαλώνει, μα οι πληγές πονάνε όταν εκείνος αλλάζει. Σου θυμίζουν τον πόλεμο που υπήρξε, τον πόλεμο που ακόμα μαίνεται, τις μάχες τις ατέλειωτες για τη σωτηρία της ψυχής σου, όχι για τον Θεό, προς Θεού, μα για να έχεις ένα σωστό παραμύθι να λες στην σκέψη σου για να ησυχάσει. Πόσοι άλλοι πονούν εκεί έξω και πόσοι προσποιούνται πως δεν πονούν, και αυτούς ο Καιρός θα τους φάει, δεν γλυτώνουν από τα βίαια κλαδιά που έχουν τον τρόπο τους να μαγκώνουν στα νύχια τους μαλλιά αγγέλων.

Ο Καιρός, ξαναγύρισε ακουμπώντας την κάπα του στην πολυθρόνα του χρόνου, έπιασε το μπράντι και άστραψαν τα μάτια του όταν άκουσε τα ουρλιαχτά των όρνεων. Πεινάνε και ήρθε η στιγμή ήρθε ο καιρός να ταϊστούν ή να διεκδικήσουν. Ξανά στις επάλξεις λοιπόν, βαμμένοι με τα μαύρα της θλίψης και τα χακί του βάλτου, πλάι πλάι με ένα δέντρο και έχοντας ως σύμμαχο την ελευθερία, το δειλινό θα θεριέψει από τους ήχους και ο Καιρός σαν άλλος Ναπολέων θα βλέπει την έκβαση ψηλά από τον θρόνο του. Απτόητος μα κουρασμένος. Αδιάφορος μα στοργικός. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά είναι και οι λαβωματιές που δεν με αφήνουν από τον πόνο να κερδίσω ύπνο, αλλά κερδίζω νύχτα, κερδίζω; 

Το κοράκι κράζει: «Ποτέ πια».

Comments

Popular posts from this blog

Μια βόλτα η ζωή μας

Αγγλία